- ψήφισμα
- ψήφισμαproposal passed by a majority of votesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… … Dictionary of Greek
ψήφισμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ψηφίζω, απόφαση που παίρνεται με την ψήφο της πλειονότητας. 2. ψήφιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Псефизма — (ψηφισμα) в древней Греции постановление народа (έκκλησία) или совета (βουλή), отличавшееся от закона (νόμος) тем, что последний был обязателен во всех подобных случаях и для всех граждан, П. же имела значение лишь в единичных случаях и по… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ψήφισμ' — ψήφισμα , ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПСЕФИСМА — • Ψήφισμα, см. Έκκλησία, Экклесия, 5, 6 … Реальный словарь классических древностей
ψηφισμάτων — ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφίσμασι — ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφίσμασιν — ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφίσματα — ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφίσματι — ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)